- ἀποπροτέμνω
- ἀπο-προ-τέμνω, aor. 2 part. ἀποπροταμών: cut off from; τινός, Od. 8.475†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀποπροταμόντα — ἀποπροτέμνω cut off from aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποπροτέμνω cut off from aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπροτέμνει — ἀποπροτέμνω cut off from pres ind mp 2nd sg ἀποπροτέμνω cut off from pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπροταμών — ἀποπροτέμνω cut off from aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)